εὐρυχωρῆ

εὐρυχωρῆ
εὐρύχωρος
roomy
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
εὐρύχωρος
roomy
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
εὐρύχωρος
roomy
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • γεώδες — Ευρύχωρη σφαιροειδής κοιλότητα μέσα σε πετρώματα, που τα τοιχώματά της περιβάλλονται συνήθως με κρυστάλλους κυρίως ασβεστίτη ή χαλαζία ή ακόμα δολομίτη, χαλκηδονίου, βαρύτη και άλλων ορυκτών. Μερικές φορές η κρυσταλλική αυτή επένδυση σχηματίζει… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • ελέα — Ονομασία δύο αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της Θεσπρωτίας, χτισμένη τον 5o αι. π.Χ. Φαίνεται ότι πήρε την ονομασία της από το έλος που υπήρχε κοντά της. Στα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή της φαίνεται ότι αποτελούσε το πολιτικό κέντρο του Κοινού των… …   Dictionary of Greek

  • ευρυάγυια — εὐρυάγυια, ἡ (Α) αυτή που έχει ευρείες οδούς, η ευρύχωρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + αγυιά «δρόμος, οδός»] …   Dictionary of Greek

  • ευρύκολπος — εὐρύκολπος, ον (Α) φρ. «εὐρύκολπος χθών» ευρύχωρη γη, πολύ μεγάλη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + κόλπος] …   Dictionary of Greek

  • καβάδης — καβάδης, ὁ (Μ) είδος στρατιωτικού ενδύματος, ευρύχωρη χλαίνη, αλλ. καβάδι(ο)ν* και καβαδίκι(ο)ν*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού καβάδι(ον)*] …   Dictionary of Greek

  • χαλκοθήκη — Οίκημα στην Ακρόπολη της αρχαίας Αθήνας. Το οίκημα βρισκόταν στο νοτιοδυτικό βραχώδες μεσαίο επίπεδο, ανάμεσα στον Παρθενώνα και στα Προπύλαια, όπως φανερώνουν τα θεμέλιά του, τα οποία αποκαλύφθηκαν στις ανασκαφές του 1888 89. Το αποτελούσαν μια… …   Dictionary of Greek

  • ασβός — Θηλαστικό της τάξης των σαρκοφάγων, της οικογένειας των μουστελιδών. Έχει συνολικό μήκος 80 εκ., από τα οποία 20 εκ. είναι η ουρά. Ο α. έχει ύψος στο ακρώμιο περίπου 30 εκ. Το κεφάλι του είναι μακρύ και καταλήγει σε ρύγχος· έχει ισχυρά δόντια,… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ζωοδόχος Πηγή — I Περίφημο αγίασμα της Ορθοδοξίας, που βρίσκεται κοντά στην Κωνσταντινούπολη, περίπου 165 μ. από την πύλη της Σηλυβρίας. Οι Βυζαντινοί την ονόμασαν Πύλη της Πηγής. Πάνω από την πηγή αυτή, ο Λέων ο Α’, που σύμφωνα με την παράδοση την ανακάλυψε,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”